-
1 ἔχω 1
ἔχω 1.Grammatical information: v.Meaning: `possess, get(back-), have', aor. `conquer, take (in possession)', intr. `hold oneself', med. `id.';Other forms: also ἴσχω, aor. σχεῖν, ἔσχον, fut. ἕξω, σχήσω (Il.), perf. act. ἔσχηκα (Pl. Lg. 765a), med. ἔσχημαι, aor. pass. ἐσχέθην (late).Compounds: very often with prefix in various meanings, ἀν-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν- etc. As 1. member in e. g. ἐχέ-φρων, ἐχ-έγγυος, ἐχεπευκής (s. v.), ἐκεχειρία (s. v.); also ἰσχέ-θυρον a. o. (hell.); cf. Schwyzer 441; as 2. member e. g. in προσ-, συν-εχής with προσ-, συν-έχεια.Derivatives: From the ε-grade (= present-stem): ἔχμα `obstacle, support, defence' (Il.) with ἐχμάζω (H., Sch.; cf. ὀχμάζω below); Myc. e-ka-ma?; ἕξις `attitude, situation etc.', often in derivv. of prefix-compp., e. g. πρόσ-, κάθ-εξις from προσ-, κατ-έχειν (Ion.-Att.); with ( προσ-, καθ-) ἑκτικός (s. also s. v.); ἑξῆς s. v.; ἐχέ-τλη, - τλιον `plough-handle' (cf. καὶ ἡ αὖλαξ, καὶ ἡ σπάθη τοῦ ἀρότρου Η. and ἐχελεύειν ἀροτριᾶν H.); ἕκτωρ `the holder' (Lyc. 100; also Pl. Kra. 393a as explanation of the PN [s. v.]; Sapph. 157 as surname of Zeus); ἐχυρός s. v. From εὖ ἔχειν: εὑεξία `good condition' (Ion.-Att.; opposite καχεξία from κακῶς ἔχειν) with εὑέκ-της, - τικός, - τέω, also - τία (Archyt.); retrograde formation εὔεξος εὑφυής H. (not with Schwyzer 516 σο-Suffix). From the reduplicated present (s. below): ἰσχάς f. `anchor' (S. Fr. 761, Luc. Lex. 15); lengthened forms ἰσχάνω, - νάω (Il.). From the zero grade (= aorist-stem): σχέσις `situation, character, relation, holding back' (Ion.-Att.), often in derivv. from prefix-compp., e. g. ἀνά-, ἐπί-, ὑπό-, κατά-σχεσις from ἀνα-σχεῖν, - έσθαι etc.; σχῆμα (cf. σχ-ήσω) `attitude, form, appearance' (Ion.-Att.; Schwyzer 523); secondarily σχέμα (H.) Lat. schĕma f. (Leumann Sprache 1, 206); with σχηματίζω with σχημάτ-ισις, - ισμός etc.; verbal adjective ἄ-σχετος `not to hold, irresistable' (Il.); from virtual verbal adjectives come also the abstract-formations ἐπισχεσίη `attitude, pretext' (φ 71), ὑποσχεσίη `promise' (Ν 369, A. R.), cf. Schwyzer 469, Holt Les noms d'action en - σις 86f.; here also *σχερός (s. ἐπισχερώ), σχεδόν, σχέτλιος, σχολή, σκεθρός (s. vv.); (not to ἰσχύς). From the o-grade: ὄχοι m. pl. `holder, preserver' ( λιμένες νηῶν ὄχοι ε 404); ὀχός `fest, certain' (Ph. Byz.), further in verbal adjectives to the prefix-compp. like ἔξ-, κάτ-, μέτοχος (from ἐξ-έχειν etc.); ὀχή f. `holding, support' (Call., Lyc., Ath.); to the prefix-compp. συν-, μετ-, ἐξ-, ἐπ-οχή etc. (from συν-έχειν etc.); ὀχεύς "holder", `helm-strap, girdle-clasp, door-bolt etc.' (Il.; cf. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 30, also on ὀχεύω `pounce upon' etc.; cf. s. v.); ὄχανον `shield-holder' (Anakr., Hdt.), also ὀχάνη (Plu.; cf. Chantraine Formation 198); ὀχυρός, s. ἐχυρός; ὄχμος `fortress' (Lyc.), ὄχμα πόρπημα H.; with ὀχμάζω `hold fest' (A., E.); adv. ὄχα `widely, by far' (ὄχ' ἄριστος Il.), ἔξοχα `in front of' (ἔχω 1 πάντων; Il.). Reduplicated formation: ἀν-οκωχή s. v.; also (ἐν) συνεοχμῳ̃?; s. v., w. compositional lengthening: εὑωχέω, s. v. - On συνοκωχότε (Β 218) s. v.Origin: IE [Indo-European] [888] *seǵh- `hold, have'Etymology: ἔχω, with reduplication ἴ-σχ-ω (\< *ἵ-σχ-ω, ( σ)ί-σχ-ω), has an exact agreement in Skt. sáhate `force, conquer' (= ἔχεται, IE *séǵʰetoi); but the zero grade aorist and the other verbal forms are isolated (GAv. zaēma not = σχοῖμεν, s. Humbach Münch. Stud. 10, 39 n. 12). In Greek the word group knew a strong development; cf. Meillet Άντίδωρον 9ff., Porzig Gliederung 115f. On the other hand in Greek fail the neutral s-stem Skt. sáhas- `force, srength, victoy', Av. hazah- `id.', Goth. sigis (cf. on ἐχυρός). The group is also represented in Celtic, e. g. in the Gaulish names Σεγο-δουνον, Sego-vellauni. - Older lit. and further forms in Bq s. v., Pokorny 888f.Page in Frisk: 1,603-604Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔχω 1
См. также в других словарях:
άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… … Dictionary of Greek
ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο … Dictionary of Greek
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… … Dictionary of Greek
ολιγαύλαξ — ὀλιγαῡλαξ, ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ αύλαξ)] … Dictionary of Greek
AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… … Hofmann J. Lexicon universale
τριαύλαξ — αύλακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρεις αύλακες και τρεις προεξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αὖλαξ, ακος (πρβλ. πολυ αῦλαξ)] … Dictionary of Greek
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
αυλάκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινάχου. 2. Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 30μ.) της Νισύρου. Βρίσκεται στα νότια… … Dictionary of Greek
ευάροτος — εὐάροτος και εὐάροτρος, ον (Α) ο οργωμένος καλά ή αυτός που εύκολα μπορεί να καλλιεργηθεί («αὖλαξ εὐάροτος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άροτος (< αρώ «οργώνω»)] … Dictionary of Greek
ευλάκα — εὐλάκα, ἡ (Α) (δωρ. λέξη) απαντά μόνο στη φράση «εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῑν» διαφορετικά θα οργώσουν (τη γη) με αργυρό υνί, Θουκ. (η φράση είναι απόσπασμα από χρησμό, με τον οποίο προμηνυόταν στους Λακεδαιμονίους ότι θα ερχόταν περίοδος… … Dictionary of Greek